σχολειαρόπουλο

σχολειαρόπουλο
το, και θηλ. σχολειαροπούλα Ν
το σχολειαρόπαιδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολειαρούδι + -πουλο* με απλολογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”